Για πρώτη φορά στο ελληνικό θέατρο και ειδικά διασκευασμένο, το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Βιοτεχνία Υαλικών», σε σκηνοθεσία Άγγελου Χατζά, στο Θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών από το Σάββατο 18 Φεβρουαρίου και κάθε Σάββατο και Κυριακή μέχρι την Κυριακή 9 Απριλίου (Κυριακή των Βαΐων) για 16 μόνο παραστάσεις.
Ένα εμβληματικό έργο της μεταπολίτευσης (κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 1975), με σχεδόν κινηματογραφική μυθοπλασία, εστιασμένη στον άνθρωπο, που έβγαινε κατατραυματισμένος από την Ελλάδα της δικτατορίας προς ένα καινούριο θολό τοπίο. Σε μια Αθήνα, γνώριμη, πάλλουσα, ζωντανή, πληγωμένη, με τους πολίτες της να ψάχνουν ανάσες ελευθερίας, μέσα από την απόπνοια της βενζίνης και του Γκαζιού, που λειτουργούσε ακόμη σαν εργοστάσιο στην Πειραιώς, μέσα στην καρδιά της πόλης.
Τέσσερις άνθρωποι, στα όρια των αντοχών τους, στην ακμή της ηλικίας τους, στο μέσον της διαδρομής, με τη νιότη τους να τους στοιχειώνει, μια παρέα, μια οικογένεια. Και μια σκόντα, να μεταφέρει τις προσδοκίες τους. Η Μπέμπα και ο Βλάσης, το ζεύγος Ταντή, ιδιοκτήτες της βιοτεχνίας των υαλικών και οι δύο λούμπεν φίλοι τους, ο Βάσος Ραχούτης και ο Σπύρος Μαλακατές, θα προκαλέσουν τη μοίρα τους, θα αγωνιστούν κόντρα στους καιρούς, θα το παλέψουν ο καθένας με τον τρόπο του και από τη δική του αφετηρία. Στο τέλος, ένα φως από μια λάμπα θα τρεμοπαίζει, καθώς θα ξημερώνει.
Μία Απάντηση
Η παράσταση ξεπέρασε τις προσδοκίες μας. Είναι, συνήθως, δύσκολο το εγχείρημα της μεταφοράς ενός μυθιστορήματος στο θέατρο. Πόσο μάλλον αν πρόκειται για την «Βιοτεχνία Υαλικών» όπου η απλή σκιαγράφηση των χαρακτήρων δε θα επαρκούσε για την κατανόηση του σύμπαντος του έργου. Κι όμως! Ο Γιάννης Μπουραζάνας που έκανε τη διασκευή (και κράτησε πολύ επιτυχημένα τον ρόλο του Βάσου) κατάφερε να αποδώσει όχι μόνο το συνολικό πνεύμα αλλά και την ψυχολογική εξέλιξη των χαρακτήρων που εμφανίζονται συμπαγείς, ανθρώπινοι, πραγματικοί, εναρμονισμένοι με τις ατομικές τους ιδιοτυπίες και τις συνθήκες της εποχής. Η σκηνοθεσία του Άγγελου Χατζά (ο οποίος υποδύεται τον Βλάση με όλες τις πινελιές της ιδιαίτερης ευαισθησίας του) βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τη διασκευασμένη εκδοχή του έργου. Κορυφαίος, κατά τη γνώμη μου, στη σκηνή, ο Γιάννης Στόλλας στον ρόλο του Σπύρου. Όλες οι πτυχές του πολύπλοκου χαρακτήρα της Μπέμπας αποδόθηκαν από την Τζίνη Παπαδοπούλου. Τα σκηνικά πείθουν, οι μουσικές επιλογές που παρεμβάλλονται σε τακτά διαστήματα, προκαλούν μια γλυκιά νοσταλγία στους μεγαλύτερους στην ηλικία θεατές. Μόνη αδυναμία της παράστασης, ο κατακερματισμός της σε πολλές αλληλοδιαδεχομένες σκηνές που σε μερικές περιπτώσεις αφήνουν την αίσθηση μικρών σκετς. Αλλά υπήρχε άραγε εναλλακτική λύση ώστε να οικονομηθεί ένα τέτοιο ψυχογραφικό και ηθογραφικό μωσαϊκό μέσα σε λιγότερο από δυο ώρες; Συμπερασματικά μια πολύ ωραία θεατρική παράσταση που αξίζει να της αφιερώσουμε τη βραδιά μας!