Ο Διονύσιος Ιερομόναχος, ως αόρατη ύπαρξη, αδιάλειπτα παρών στις σκηνές που αφηγείται, ακολουθεί και περιγράφει τη γυναίκα της Ζάκυνθος, την προσωποποίηση του Διαβόλου. Αντίστροφα η γυναίκα τον ακολουθεί και τον καταδιώκει μέσα από τα οράματα του. Ιερομόναχος, Διάβολος και Γυναίκα είναι ένα σύμπλεγμα, στο οποίο η μία μορφή εμπλέκεται στην άλλη.
Και μέσα σε όλα αυτά η υπέροχη γλώσσα του κειμένου, γλώσσα δημοτική και λόγος λαϊκός, λόγος όμως έντεχνος σε ύφος εντελώς προσωπικό και αποκαλυπτικό.
«Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψε την», υποστήριξε ο Σολωμός στο Διάλογο.
Δύο γυναικείες φωνές ζωντανεύουν τη γυναίκα της Ζάκυνθος και όλα τα πρόσωπα του έργου, αφηγούνται, παράγουν ηχητικά περιβάλλοντα, και ταξιδεύουν τις λέξεις αυτού του αριστουργηματικού κειμένου.