“Baby Reindeer” του Ρίτσαρντ Γκαντ: O old boy μιλάει για τη νέα σειρά του Netflix που κάνει μεγάλη αίσθηση τις τελευταίες ημέρες

Η κακοποίηση ως εθισμός

To “Baby Reindeer” ή «Μικρό Ταρανδάκι» είναι η εντελώς νέα σειρά του Netflix που κάνει μεγάλη αίσθηση τις τελευταίες ημέρες. Και πιστεύω ότι είναι μια σειρά, η οποία πέραν του ντόρου που έχει αρχίσει να κάνει τώρα θα αφήσει και το ισχυρό της στίγμα, πιστεύω ότι δεν θα είναι μια ακόμη περίπτωση σειράς για την οποία όλοι μιλάνε για λίγο καιρό και αμέσως μετά την ξεχνάνε περνώντας στην επόμενη, για την οποία θα μιλήσουν για λίγο καιρό μέχρι να την ξεχάσουν. 

Δικαίως ή αδίκως η σειρά παίρνει μεγάλη προστιθέμενη συναισθηματική αξία από το ότι είναι βασισμένη σε αληθινή ιστορία. Μάλιστα ο ηθοποιός που πρωταγωνιστεί υποδυόμενος μια εκδοχή του εαυτού του, είναι ο συγγραφέας της και άρα και δημιουργός της (ξανά αυτή η θεμελιώδης αντιδιαστολή ταινιών και σειρών, όπου δημιουργός θεωρείται ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος ένα παιδί για τις δουλειές που είδε φως και μπήκε, με τις σειρές που συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο). Ο Ρίτσαρντ Γκαντ μεταφέρει σε τηλεοπτική σειρά επτά επεισοδίων φουλ τραυματικά γεγονότα που του συνέβησαν πριν λίγα χρόνια. Είχε προηγηθεί η θεατρική διασκευή τους. Και αυτή είναι μια πληροφορία με την οποία «πουλιέται» και προωθείται γενικά το “Baby Reindeer”, μια πληροφορία με την οποία συζητιέται, μια πληροφορία που σαφώς και σε επηρεάζει ως θεατή. 

 

 

Ένα από τα ερωτήματα λοιπόν που μπαίνουν είναι το εξής: το ότι μας ταράζει περισσότερο να βλέπουμε κάτι που ξέρουμε ότι ως ένα βαθμό συνέβη και στα αλήθεια, τι λέει για τη σχέση της τέχνης με την πραγματικότητα; Θα ήταν λιγότερο σημαντική η σειρά αν παρακολουθούσαμε μια ιστορία εντελώς βγαλμένη από το μυαλό του; Τα μεταγεγραμμένα βιώματα έχουν μεγαλύτερη αξία από τις ολότελα κατασκευασμένες ιστορίες;

Ίσως η απάντηση βρίσκεται στον ωκεανό των βαρετών true crime που μας κατακλύζει. Βλέπεις το “Baby Reindeer” και σε καθηλώνει και σε βάζει μέσα σε ένα στρόβιλο απ’ τον οποίο δεν μπορείς να βγεις μέχρι να το τελειώσεις. Αλλά η καθήλωση αυτή προέρχεται από το πώς είναι γραμμένο – είναι εντελώς αξιοσημείωτο το συγγραφικό ταλέντο του Γκαντ. Κι αυτό δεν είναι πραγματικότητα, αυτό είναι τέχνη – η πεμπτουσία της. Είναι επίσης εξαιρετικά λειτουργικά σκηνοθετημένο. Και επίσης η Tζέσικα Γκάνινγκ που συμπρωταγωνιστεί είναι μια αποκάλυψη. 

Ο ήρωας μας είναι σταντ απ κωμικός που για να βγάζει τα προς το ζην εργάζεται σε μια παμπ. Είναι λίγο πριν τα τριάντα, θα μπει μια μέρα στην παμπ μια γυναίκα λίγο πάνω από τα σαράντα και φουλ παχύσαρκη (αν και για το πάχος της δεν θα γίνει η παραμικρή νύξη και αναφορά από κανέναν, σε μια σειρά που κατά τα άλλα έχει ως βασικό της προτέρημα μια ανελέητη ειλικρίνεια, ενδοσκόπηση και εξομολογητικότητα, γιατί η κάθε εποχή έχει τους κανόνες λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας της). Η γυναίκα δεν έχει λεφτά να πάρει τίποτα, θα τη συμπονέσει, θα την κεράσει ένα τσάι κι από εκεί και πέρα αρχίζει ένα γαϊτανάκι ανελέητου stalking. Και πολύ σύντομα θα ανακαλύψει ότι δεν του το κάνει μια τυχαία γυναίκα, αλλά ένας άνθρωπος που έχει ήδη πάει φυλακή για αυτό στο παρελθόν. Και δεν θα τον αφήσει σε χλωρό κλαρί και κάθε προσπάθεια να την κάνει πέρα θα αποδειχθεί ανεπιτυχής και η ιστορία θα τραβήξει και θα τραβήξει και θα τραβήξει για πάρα πάρα πολύ. 

 

 

Ενώ ο Γκαντ μας δείχνει το πόσο εφιαλτική μπορεί να γίνει αυτή η συνθήκη, θεωρεί -και δικαίως το θεωρεί- ότι η stalker του είναι ψυχικά διαταραγμένη, ότι εν πάση περιπτώσει δεν είναι στα καλά της. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτή και η διαταραχή της, είμαι εγώ και η πιθανή δική μου, θα μας πει. Εξετάζει λοιπόν το δικό του σκέλος. Εξετάζει το πόσο υπέθαλψε και ανέχτηκε τη συγκεκριμένη συνθήκη. Το πόσο κατά περιόδους τον κολάκεψε. Το τι του πρόσφερε. Το πόσο εθίστηκε. Όχι ότι δεν βασανιζόταν. Πολύ βασανιζόταν. Αλλά πόσο δεν ήταν μονοσήμαντα το θύμα μιας εξωτερικής διαταραχής, αλλά ότι τελικά μπήκε μέσα σε μια διαταραχή της οποίας αποτελούσε τον ένα από τους δύο πόλους.

Μήπως όμως αυτή η όντως σπάνια γενναιότητα κι αυτό το όντως κοίταγμα στα δικά του σκοτάδια, στις δικές του ανασφάλειες, στη δική του παθητικότητα θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπό προϋποθέσεις προβληματικά; Εννοώ ότι αν το πάρουμε λίγο ανάποδα, αν αντιστρέψουμε τα φύλα, δεν θα έλεγε άραγε κανείς ότι είναι ιδεολογικά επικίνδυνο το θύμα να μπαίνει στην ίδια εικόνα με τον θύτη; Μήπως βρισκόμαστε ενώπιον δύο μέτρων και δύο σταθμών; Νομίζω πως τελικά όχι. Γιατί υπάρχει ένα κρισιμότατο σημείο τομής που διαφοροποιεί -στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων τουλάχιστον- μια κακοποιητική σχέση άντρα προς γυναίκα από ό,τι μια κακοποιητική σχέση γυναίκας προς άντρα: ο συνδυασμός μεγαλύτερης φυσικής δύναμης και τάσης για σωματική βία. Είναι άλλο το μέτρο του φόβου και άλλο το διακύβευμα όταν πρόκειται για τη σωματική σου ακεραιότητα, όταν φοβάσαι ότι μπορεί ο κακοποιητής σου να σε χτυπήσει ή και να σε σκοτώσει. Και μολονότι η stalker προβαίνει και σε πράξεις βίας, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ήρωας καλείται να πάρει μεγάλες αποφάσεις όταν ο φόβος του αλλάζει πίστα, όταν δέχεται συγκεκριμένες απειλές για φονικά. 

 

 

Πώς είναι να έχεις έναν άνθρωπο που σε κοιτάει συνέχεια; Που έχει το βλέμμα του στραμμένο διαρκώς επάνω σου; Ξαφνικά έχεις εσύ μια σημασία που ίσως δεν έχεις ξανασυναντήσει, όχι γιατί δεν σε βλέπει κανείς άλλος, αλλά γιατί το ψυχικά υγιές στις σχέσεις των ανθρώπων δεν είναι το να κοιτούν εμμονικά. Και ξαφνικά μαζί με σένα και τη δική σου σημασία, αποκτά μεγάλη σημασία και δραματικότητα και η καθημερινότητά σου: σου συμβαίνει αίφνης κάτι πάρα πολύ σοβαρό, κάτι πάρα πολύ έντονο, κάτι που δεν σε αφήνει σε ησυχία, κάτι που μετατρέπει όλον τον κόσμο σε σκηνή όπου διαδραματίζεται κατ’ αποκλειστικότητα ένα και μόνο έργο. Ό,τι υπαρξιακά ή άλλα προβλήματα είχες μπορούν να κάνουν στην άκρη. Εδώ είναι μια τρελή που σε θέλει, σε διεκδικεί, σε απειλεί, σε τρομάζει, σε σκεπάζει με το βλέμμα της, δεν είσαι μόνος.  

Κι όμως δεν κοιτάει εσένα. Δεν επέλεξε εσένα από όλους τους άλλους. Αν δεν ήσουν εσύ θα ήταν κάποιος άλλος. Κάποιος άλλος πριν από σένα, κάποιος άλλος μετά από σένα. Το μόνο που ποικίλει είναι το τι περιθώριο θα δώσει ο άλλος πριν και ο άλλος μετά να κάνει το δικό τους βίο αβίωτο. Δεν είναι εύκολο να κάνεις πέρα μια stalker, κάθε άλλο. Αλλά σχετίζεται και πάρα πολύ με το τι περιθώρια δίνεις εσύ γενικά στους ανθρώπους να σε πατάνε. Αλλά σχετίζεται και γενικά με το τι θεωρείς εσύ ότι δικαιούσαι και σου αξίζει. 

Δεν της έχεις γεννήσει τίποτα εσύ, είναι η δική της ανάγκη. Δεν την έχεις τρελάνει εσύ. Είναι τρελή και αυτή είναι η τρέλα της. Και αυτή είναι και η δική σου. Που βυθίζεσαι χωρίς να το θέλεις ή έτσι νομίζεις τουλάχιστον σε αυτό το βάσανο, που γίνεται η ζωή σου, η καθημερινότητά σου, οι σκέψεις σου. Φεύγεις απ’ την κοσμάρα σου και μπαίνεις σε έναν άλλο κόσμο, εισέρχεσαι στο βασίλειο του νον στοπ δράματος και των καρδιοχτυπιών. Κοίτα πώς χτυπάει η καρδιά σου του λέει όταν ακουμπά το κεφάλι της στο στήθος του δίπλα απ’ το ποτάμι. Κοίτα πως έκανα τη καρδιά σου να χτυπάει. Δίπλα σε αυτό το ποτάμι, μια γυναίκα θα ήταν εντελώς σαφές ότι έχει δεχτεί σεξουαλική επίθεση από έναν άνδρα. Εδώ που ο άνδρας εξίσου εντελώς σαφώς δέχεται σεξουαλική επίθεση από μια γυναίκα είναι διαφορετικά; Για τον ίδιο είναι. Και ίσως και γενικά είναι. Μπορούσε να φύγει. Το ξέρει. Κάθεται. Είναι άνδρας. Είναι αλλιώς. Δεν έπαθε και τίποτα. Τουναντίον ίσως.    

 

 

Αλλά το “Baby Reindeer” δεν είναι η ιστορία μίας αλλά δύο κακοποιήσεων. Ο ήρωας δεν θα κακοποιηθεί μόνο από τη stalker του. Θα υποστεί δυο κακοποιήσεις από ανθρώπους που προέρχονται από εντελώς διαφορετική κοινωνική θέση, δυο κακοποιήσεις που εκκινούν από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες. Ο ένας είναι εμφανώς διαταραγμένος και εκκινεί από θέση αδυναμίας, ο άλλος δόλιος, χειριστικός, παραπειστικός, εκκινεί από θέση ισχύος, την οποία και ξέρει να εκμεταλλεύεται. Σε βάζει στο σπίτι του και σου υπόσχεται πράγματα, σου υπόσχεται καριέρες, το μέλλον σου ανήκει, το δικαιούσαι και θα σε βοηθήσει να το κατακτήσεις. Σε ναρκώνει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σε εκμαυλίζει σίγουρα μεταφορικά. Κυριολεκτικά όμως; Μπαίνουμε στην επικράτεια του ποινικού δικαίου. Τα δικαιολογεί στον εαυτό του. Δεν έχει κάνει κάτι κακό. Εσύ είναι που δεν δικαιολογείς τον εαυτό σου. Εσύ κατηγορείς τον εαυτό σου.

Το “Baby Reindeer” θα το θυμόμαστε κυρίως για τη stalker του. Ο ισχυρός κάπως θα ξεχαστεί. Θα συνεχίσει να απολαμβάνει την ισχύ του. Ίσως η επόμενη σειρά που θα δούμε να είναι δική του. Ίσως μια από τις επόμενες θεατρικές παραστάσεις που θα δούμε να είναι δική του. Γιατί όχι;

 

 

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.