«Mε λένε Σάντ. Είμαι 30 χρονών. Σαντ στα αγγλικά θα πει λυπημένος. Δεν είμαι λυπημένος, όχι, κι ας ζω σε μια χώρα όπου δεν έχω δικαίωμα να ζω…»
Ο Σαντ ήταν φοιτητής. Τώρα πουλάει κόκκινα τριαντάφυλλα. Κλεισμένος στο δωμάτιό του εξομολογείται, χλευάζει, πονάει, βρίζει, ειρωνεύεται, νοσταλγεί. Ο Σαντ ορκίζεται πως «…δεν έχω αγγίξει ποτέ βιτρίνα με τα δάχτυλά μου. Τις μυρίζω μόνο. Τ’ ορκίζομαι. Ειλικρινά αυτό δεν το’ χω κάνει ποτέ. Με τα δάχτυλα, θέλω να πω. Ξέρω ποιος είμαι…»
Το έργο γράφτηκε από τον Robert Schneider τo 1991 στην Αυστρία, εποχή που οι ρατσιστικές επιθέσεις σε σπίτια μεταναστών είναι σε έξαρση και εκεί και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η «Βρομιά», εκτός από ένα αντιρατσιστικό κείμενο, αποτελεί μια αποκαλυπτική εξομολόγηση για τη μοναξιά, το θυμό, το φόβο και το οδυνηρό αίσθημα ματαίωσης κάθε ανθρώπου που βιώνει το περιθώριο και τον αποκλεισμό.