Παρωδία Ίψεν: Για τον «Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν» του Γιάννη Χουβαρδά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Οι εξαίρετοι ηθοποιοί που απαρτίζουν τη διανομή αδυνατούν να αναπτύξουν, να αγαπήσουν, να δικαιώσουν τους ήρωές τους, ενώ το έργο γλιστράει σε πολλά σημεία σε μια επώδυνη παρωδία

Ο Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν του Ίψεν σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών δείχνει πώς η κυριολεκτική σκηνική εφαρμογή μιας μεταφορικά διατυπωμένης θεωρητικής ιδέας μπορεί να γειώσει, να αφυδατώσει, εν τέλει να αδικήσει ένα από τα σπουδαιότερα έργα όλων των εποχών.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ποιο είναι το έργο για το οποίο ο ζωγράφος Έντουαρντ Μουνκ δήλωνε ότι πρόκειται για «το πιο δυνατό χειμερινό τοπίο της σκανδιναβικής τέχνης»; Το έργο για το οποίο ο περίφημος Πολωνός κριτικός Γιαν Κοττ έλεγε ότι είναι το αρτιότερο της ιψενικής δραματουργίας, αυτό που «δεν έχει ούτε μια ρωγμή»; To κείμενο με τον πιο συνταραχτικό ανδρικό ιψενικό ρόλο που στέκεται δίπλα στον Βασιλιά Ληρ με μια συγγένεια εκλεκτική; Στον Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν (αυτός είναι ο τίτλος με τον οποίον είναι γνωστό το έργο στην Ελλάδα), η άρνηση της αγάπης εκδικείται. Ο Μπόρκμαν, γιος ανθρακωρύχου και πρώην τραπεζίτης, έχει αρνηθεί τον έρωτα της αγαπημένης του για έναν άλλο έρωτα: αυτόν της δύναμης, της εξουσίας, της δημιουργίας μιας αυτοκρατορίας από εξορύξεις μετάλλων. Για τον σκοπό αυτό παντρεύτηκε μια γυναίκα που δεν αγαπούσε, τη δίδυμη αδελφή της γυναίκας που ερωτεύτηκε, καταχράστηκε καταθέσεις ανυποψίαστων ανθρώπων, έμεινε υπόδικος για τρία χρόνια, καταδικάστηκε σε φυλάκιση για άλλα πέντε και συνέχισε σε μια εθελούσια φυλακή, κλεισμένος για άλλα οκτώ χρόνια στη σοφίτα του σπιτιού του. Η μεγαλομανία του όμως δεν σίγασε. «Σαν άρρωστος λύκος», «σαν Ναπολέοντας που σακατεύτηκε στην πρώτη του μάχη» περιμένει ένα χτύπημα στην πόρτα. Ένα χτύπημα που θα σημάνει την ηθική του εξιλέωση, την αναγνώρισή του ως «εκλεκτού». Την πόρτα όμως δεν θα χτυπήσουν ποτέ όσοι αναμένει, αλλά η Έλλα, η πρώτη του αγάπη. Σε αυτό το σημείο ξεκινά το έργο. 16 χρόνια μετά.

Η Έλλα επισκέπτεται το σπίτι της αδελφής της Γκούνχιλδ και του Μπόρκμαν, γιατί πάσχει από μια ανίατη αρρώστια. Διεκδικεί, για τους τελευταίους μήνες της ζωής της, τον γιο της Γκούνχιλδ και του Μπόρκμαν, τον 20χρονο πια Έρχαρτ. Τον οποίον είχε μεγαλώσει εκείνη. Δεν είναι όμως η μόνη που έχει σχέδια για εκείνον (ερήμην του). Η μητέρα του, Γκούνχιλδ, περιμένει να ολοκληρώσει εκείνος μια αποστολή -δικής της έμπνευσης- που θα αφανίσει για πάντα το όνειδος της πτώσης του πατέρα του. Αλλά και ο ίδιος ο Μπόρκμαν θέλει να φύγει με τον γιο του σε μια αναζήτηση μιας νέας ζωής. Ο Έρχαρτ, ωστόσο, άλλα ονειρεύεται. Αρνείται να εκπληρώσει αποστολές τρίτων, να βαλτώσει στο παγωμένο σπίτι των γονιών του που επιμένουν να τον κρατούν πίσω. Σε μια θεαματική κίνηση προς τη ζωή, ερωτεύεται και φεύγει με μια μεγαλύτερή του πλούσια ζωντοχήρα, τη Φάννυ Ουίλτον, στη ζεστή Ιταλία. Μαζί τους, ένα 15χρονο κορίτσι, η Φρίντα, κόρη του ποιητή και φίλου του Μπόρκμαν, Φόλνταλ.

Ακόμη και από αυτήν την τηλεγραφική αφήγηση των βασικών πτυχών του θεματικού πυρήνα του έργου είναι φανερό: ο Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν είναι ένα έργο για τη σύγκρουση του παλιού με το νέο, για την τάση των γονέων να κρατούν δέσμια τα παιδιά τους, για το τέλος της μεγαλομανίας, για το τέλος της αγάπης και το τέλος της ζωής. Η νέα γενιά φεύγει πάνω σε μια άμαξα, παίρνοντας σβάρνα χωρίς να το αντιληφθεί ακόμη και έναν γέρο άνθρωπο στο διάβα της, μια διόλου καθησυχαστική εικόνα για το μέλλον. Κι ένας χορός μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων καταρρέει, ανθρώπων που έζησαν μια ζωή στερημένη. Μια ζωή άπληστη, λειψή. Ανάπηρη. Και γι’ αυτό μακάβρια, νεκρή.

Από αυτήν τη μεταφορική ιδέα των νεκροζώντανων ανθρώπων, που δεν χάρηκαν τη ζωή, που κατοικούν σε ένα σπίτι-νεκροταφείο και που μοιάζει να ανασταίνονται μόνο για να «πιουν το αίμα» της νέας γενιάς αρπάζεται ο Γιάννης Χουβαρδάς για να φτιάξει μια παράσταση όπου οι ηθοποιοί-εκπρόσωποι του παλιού εμφανίζονται κυριολεκτικά σαν βαμπίρ και διεκδικούν για λίγο, όσο διαρκεί ένας μακάβριος χορός (dance macabre), να υπάρχουν, μονομαχώντας μέχρι θανάτου. Όλη η αφήγηση μοιάζει να είναι ιδωμένη από την πλευρά της μικρής Φρίντα που φαίνεται να περιπλανιέται σ’ ένα εφιαλτικό escape room. Έτσι, βλέπουμε τον Μπόρκμαν, την Έλλα και την Γκούνχιλδ, ντυμένους στα λευκά, να εγείρονται μέσα από ορθογώνια στοιχεία-τάφους του σκηνικού (Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη), να πλατσουρίζουν στα έγκατά τους και να εκφέρουν τις λέξεις του κειμένου στατικοί μπροστά σε μικρόφωνα με έναν στυλιζαρισμένο, μη ρεαλιστικό τρόπο. Μόνον που αυτή η αντιστροφή -οι ζωντανοί να εμφανίζονται ως βαμπίρ- ακυρώνει το μεδούλι του έργου, ενισχύει έναν αφόρητο μελοδραματισμό και αποδυναμώνει το δράμα των κεντρικών του προσώπων. Γιατί το τραγικό στον Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν προκύπτει από το ότι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν και ζουν μια νεκρή ζωή. Από το ότι σπατάλησαν μια ζωή στο μίσος. Ο Ίψεν μιλά για όλα όσα μας οδηγούν να ζούμε μια ζωή μισή. Να παραληρούμε από μοναξιά. Να ζούμε σε αυτάρεσκα κλουβιά. Να νεκρώνουμε την αγάπη μέσα μας. Δεν χρειάζεται να είσαι βαμπίρ για να σου συμβεί αυτό. Είσαι ζωντανός και σου συμβαίνει. Τόσο απλά και τόσο τραγικά.

Ο Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν είναι ένα έργο από πάγο που καίει. Τα πρόσωπά του βιώνουν μεγάλα πάθη, έχουν ακραίες προσδοκίες, ακραίες εμμονές. Γι’ αυτό και ο λόγος τους περνάει σύριζα από το μελό για να το ξεπεράσει τελικά. Στη συνθήκη όμως των προσώπων-βαμπίρ με την επιτηδευμένη εκφορά των λέξεων, αυτός που αδικείται τελικά είναι ο ίδιος ο Ίψεν. Γιατί, έτσι όπως εκφέρεται το κείμενο, οι εξαίρετοι ηθοποιοί που απαρτίζουν τη διανομή (Νίκος Χατζόπουλος, Ρένη Πιττακή, Λυδία Φωτοπούλου, Θεοδώρα Τζήμου, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Σοφία Κόκκαλη, Ιερώνυμος Καλετσάνος) αδυνατούν να αναπτύξουν, να αγαπήσουν, να δικαιώσουν τους ήρωές τους, ενώ το έργο γλιστράει σε πολλά σημεία σε μια επώδυνη παρωδία. Το μεγαλείο της αμφίρροπης προσωπικότητας του Μπόρκμαν απονεκρώνεται. Μπροστά μας βλέπουμε ένα ναρκισσιστικό ανδρείκελο, που δεν έχει τίποτε από τη ρώμη και τη δόνηση ενός προσώπου με τεράστιο σκηνικό μέγεθος.

Ο Ίψεν ξεκινά από τον ρεαλισμό για να φτάσει στην υψηλή ποίηση στην τελική σκηνή του έργου. Η σκηνοθεσία του Χουβαρδά υιοθετεί μια μη ρεαλιστική αφήγηση, σχεδόν σουρεαλιστική και παγιδεύεται σε ένα σχήμα που κουράζει, αφυδατώνει, απομακρύνει την ποιητική διάσταση του κειμένου. Και τελικά αυτό που πεθαίνει στο ιδιότυπο νεκροταφείο που έστησε στο μείον 2 του Μεγάρου Μουσικής είναι το ίδιο το θέατρο.

Info παράστασης:

Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν | 25 Ιανουαρίου – 22 Μαρτίου 2020 | Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.