«Η Αρπαγή» της Ίρις Κάλτενμπακ: Το χέρι στην κουρτίνα

Μετά τις καταγγελίες

Η Λύντια είναι μαία. Η Σαλομέ είναι η αδελφική της φίλη και η μόνη «οικογένεια» που έχει. Η Σαλομέ είναι έγκυος. Η Λύντια βρίσκεται σε σοκ γιατί μόλις χώρισε με τον φίλο της, απ’ τον οποίο δεν νιώθει απλά προδομένη, αλλά έχει εισπράξει και την απόρριψή του. Ο Μίλος είναι οδηγός αστικού λεωφορείου. Ένα βράδυ η Λύντια θα αποκοιμηθεί στο λεωφορείο του μέχρι το τέλος της διαδρομής. Θα προσφερθεί να της κάνει παρέα. Καιρό μετά η Λύντια θα κάνει κάτι κακό. 

Βρισκόμαστε στο Παρίσι. Μέσα στις μεγαλουπόλεις οι ξένοι μοιάζουν μεταξύ τουςμ όπως η κάθε μέρα μοιάζει με την επόμενη, είναι ξένοι αλλά είναι με έναν τρόπο οι ίδιοι άνθρωποι, μας λέει o Mίλος, παγιδευμένοι στους ρυθμούς της ίδιας καθημερινότητας, ανώνυμοι επιβάτες του ίδιου αστικού λεωφορείου. 

Αν και δεν είναι ο πρωταγωνιστής της «Αρπαγής», ο Μίλος θα μας διηγηθεί σε voice over την ιστορία της Λύντια. Θα προσπαθήσει, όπως επίσης μας λέει, να ανασυνθέσει το πορτρέτο της. Θα προσπαθήσει να την καταλάβει. Γιατί η Λύντια έδρασε όπως έδρασε; Βρισκόμαστε στο περιβάλλον μιας κινηματογραφικής ταινίας. Βρισκόμαστε στο πεδίο της τέχνης. Και στο συγκεκριμένο περιβάλλον ευτυχώς ακόμα οι άνθρωποι, ο Μίλος, η πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτις και σεναριογράφος Ίρις Κάλτενμπακ που του βάζει τα λόγια στο στόμα, προσπαθούν να καταλάβουν αντί να καταγγείλουν και να καταδικάσουν.

 

 

Οι καταδίκες είναι για τα δικαστήρια, και ορθώς, αυτή είναι μια βασική αποστολή τους. Οι καταδίκες είναι και για την κοινωνία ή την ψηφιακή εκδοχή της, τα σόσιαλ; Μεγάλη συζήτηση, σε ένα βαθμό ναι θα πει κανείς, σε έναν άλλο όχι. Πάντως σίγουρα, χωρίς τίποτα να αποκλείει εξ ορισμού τη δυνατότητα ευρύτερων και βαθύτερων συζητήσεων και προβληματισμών πάνω σε μεμονωμένες εγκληματικές πράξεις που αποτελούν εκδηλώσεις γενικότερων κοινωνικών φαινομένων, όταν πρωτοσκάει μια σχετική είδηση είναι φυσικό να στέκεται κανείς απέναντι όχι μόνο σε αυτήν αλλά και στον δράση, είναι φυσικό να στρέψει το ανθρώπινο ενδιαφέρον του μόνο στο θύμα. Το πρόβλημα ίσως είναι ότι μοιάζει να επιστρέφουμε σε μια εποχή και σε μια νοοτροπία, όπου οι δράστες ταυτίζονται με την πράξη τους και το κακό εν γένει. 

Η Λύντια αρχίζει να προσποιείται. Αρχίζει να φτιάχνει μια δεύτερη ζωή. Η Λύντια ξέρει πολύ καλά τι κάνει, δεν έχει παραισθήσεις, δεν ζει σε κάποιον φανταστικό κόσμο. Αρχίζει όμως και βυθίζεται σε μια αφήγηση, εξελίσσει μια αφήγηση, η οποία δημιουργεί σιγά – σιγά μια παράλληλη πραγματικότητα. Όλοι ζούμε σε ένα ποσοστό στο κεφάλι μας. Αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε, αυτό που νομίζουμε ότι κάνουμε, αυτό που νομίζουμε ότι μας συμβαίνει. Στο υπόλοιπο ποσοστό, ναι, φυσικά, υπάρχει ο αντικειμενικός παράγοντας, υπάρχει η δουλειά που κάνουμε, υπάρχουν οι πάσης φύσεως σχέσεις μας. Ο αντικειμενικός παράγοντας και το κεφάλι μας μπερδεύονται μεταξύ τους και ο συνδυασμός τους αποτελεί τελικά αυτό που ονομάζουμε ζωή μας. 

Η Λύντια αλλάζει πίστα, αρχίζοντας να δρα με τρόπο μη φυσιολογικό. Και ίσως παραδόξως τώρα το μυαλό της την αναγκάζει να είναι πολύ λιγότερο ονειροπόλα, ίσως παραδόξως τώρα είναι το μυαλό της που της λέει όπα κάπου παραξέφυγες, ίσως μεταφέροντας στον πραγματικό κόσμο όσα θα μπορούσαν να υπάρχουν μόνο στο μυαλό, είναι το μυαλό της που της βασανίζει. Γιατί η Λύντια δεν θέλει να κάνει κακό σε κανέναν. Φτιάχνει ένα what if. Θέλει να ζήσει το ψέμα της. Θα ήθελε το ψέμα της να είναι αλήθεια. Ξέρει ότι δεν είναι. Το ζει σαν διάλειμμα από την πραγματικότητα. Το ζει σαν δικαίωμα. Δεν είναι ζήλεια, δεν είναι ένα γιατί εσύ και όχι εγώ, είναι γιατί μόνο εσύ και όχι και εγώ. Δεν είναι ακριβώς μοναξιά αυτό που νιώθει η Λύντια. Αναζητά μια πληρότητα που δεν της έχει κάτσει. Αυτό που έχει ο άλλος και δεν το έχω εγώ, είναι – δεν είναι άδικο ως προς το τι έκανε ο άλλος για να το αποκτήσει, είναι σίγουρα εξ αποτελέσματος άδικο, με αφήνει εμένα με ένα αίσθημα αδικίας. Θα ήθελα κι εγώ να είναι αυτή η πραγματικότητά μου. 

 

 

Η Λύντια ήταν πολύ ερωτευμένη με τον πρώην της. Τώρα είναι διατεθειμένη να το πάει αρκετά μακριά για να κερδίσει έναν άντρα που πέρασαν μια νύχτα μαζί, που δεν τον ήξερε καθόλου πριν, που δεν θέλει να έχει επαφές μαζί της μετά. Σαν να δείχνει ότι εκτός όλων των άλλων λίαν προβληματικών ζητημάτων, είναι και το πρόσωπο του άλλου που δεν έχει τόση σημασία, είναι και το πρόσωπο του άλλου απλά μια αφορμή για να καλύψει τη δική της ανάγκη. Από την άλλη μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης εγγύτητας. Μια προσπάθεια δημιουργίας συναισθηματικού δεσμού. Ένα άνοιγμα, ένα μοίρασμα, κάτι που καταλύει άμυνες. Η Λύντια μέσα σε όλο το φακντ απ της λειτουργεί ως συναισθηματικός πολιορκητικός κριός. Ποιος είπε ότι είναι λιγότερο φακντ απ οι άμυνες και το κλείσιμο ως δόγματα ζωής;  

Η Λύντια έχει λόγο πάνω στο σώμα της Σαλομέ. Η Λύντια έχει δύναμη πάνω στο σώμα της Σαλομέ που έχει μέσα της το σώμα του μωρού. Η Λύντια θα καθορίσει τον ακριβή χρόνο και τον τρόπο που θα έρθει στη ζωή. Η Λύντια είναι στη ζωή αυτού του πλάσματος από τη στιγμή που έγινε το τεστ εγκυμοσύνης. Η Λύντια ξέρει αυτό το πλάσμα από τον πρώτο υπέρηχο. Η Λύντια θα δώσει στο μωρό το όνομά του. Δεν είναι ένα ακόμα από τα ξένα μωρά που έχει ξεγεννήσει, είναι κάτι ξεχωριστό.  

Ένα χεράκι μωρού που γραπώνει μια κουρτίνα. Την πιάνει και την ξαναπιάνει σαν να θέλει να τυλίξει το ίδιο και τη γυναίκα που το κρατά. Ήταν προγραμματισμένο ή απλά έτυχε; Τα μωρά δεν παίζουν στις ταινίες, τα μωρά απλά είναι μωρά. Μπορεί να κλάψουν ή να γελάσουν, αλλά ως εκεί: ο ρόλος τους είναι μόνο να υπάρχουν. Στην εκδοχή που βρίσκω πιθανότερη και σίγουρα στην εκδοχή που προτιμώ, δεν υπάρχει τίποτα γραμμένο στις σελίδες του σεναρίου, δεν είναι κάτι που το δοκιμάζουν μέχρι να πετύχει στα γυρίσματα, στην εκδοχή που βρίσκω πιθανότερη και σίγουρα στην εκδοχή που προτιμώ, το συγκεκριμένο μωρό αποφασίζει να πιάσει την κουρτίνα. Γραπώνοντάς την ανεβάζει τη σκηνή, της δίνει άλλη διάσταση. Το σινεμά είχε και έχει χώρο για τέτοιες χειρονομίες, η ζωή μπορεί να συμβεί μπροστά στην κάμερα και να σε εκπλήξει συνδιαλεγόμενη με όσα σχεδίαζες επί χρόνια εξαντλητικά στο μυαλό σου. 

 

 

Η Ίρις Καλτενμπάκ με την πολλαπλώς βραβευμένη «Αρπαγή» της, με πιο πρόσφατο το βραβείο στο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, κάνει ένα πολύ αξιοσημείωτο ντεμπούτο, αφηγούμενη μας μια βαθιά ανθρώπινη, ουσιαστική, τρυφερή ιστορία. Ή μάλλον όχι: αφηγούμενη μας μια ιστορία που θα μπορούσε σε πρώτη ματιά να συνοδεύεται από ένα σωρό αρνητικά, δυσοίωνα και «κίτρινα» επίθετα, αλλά επενδύοντας πάνω της το τρυφερό εκείνο βλέμμα που την εξανθρωπίζει και εντοπίζει πίσω από τις καταδικαστέες πράξεις τους ανθρώπους που λαχταρούν να ζήσουν με τον τρόπο που έχουν στο κεφάλι τους και στα όνειρά τους και όχι με τον τρόπο που έχει αποφασίσει για εκείνους η πραγματικότητα.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.