Μαρία Ζορμπά: «Αυτή η αίσθηση ότι παίζεις για τελευταία φορά είναι κάτι που έχω βάλει σχεδόν σε οτιδήποτε κάνω, είναι σαν μια ένεση δύναμης»

Η Μαρία Ζορμπά μιλά στο ελc για αυτά που της λείπουν από το θέατρο, για καταφύγια, αποτυχίες και το συνεχές κυνήγι με τον χρόνο

Φωτογραφίες: © Υπατία Κορνάρου

Με μια μακρά διαδρομή στην υποκριτική επί σκηνής αλλά και στη μικρή και μεγάλη οθόνη, η Μαρία Ζορμπά συνειδητοποιεί ότι πορεύτηκε εξερευνώντας την αγάπη της για αυτή με αθωότητα.

Tη νέα σεζόν θα σκηνοθετήσει για πρώτη φορά στο θέατρο ενώ φέτος την βλέπουμε τηλεοπτικά στο «Ναυάγιο» του MEGA στον ρόλο μιας μητέρας που έχει σκεπάσει την οικογένειά της με το πέπλο ενός μεγάλου μυστικού.

Από το θέατρο σήμερα της λείπει η απλότητα, η απογύμνωση «έτσι όπως είναι δυνατό και αθώο ένα γυμνό σώμα απέναντι σε ένα άλλο», και σε μια κουβέντα για καταφύγια, αποτυχίες και το συνεχές κυνήγι με τον χρόνο που κάνουμε καθημερινά καταλήγει: «Δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον ατομικά και συλλογικά, οπότε αυτή η αίσθηση ότι παίζεις για τελευταία φορά είναι κάτι που έχω βάλει σχεδόν σε οτιδήποτε κάνω και είναι σαν μια ένεση δύναμης που με βοηθάει».

 

Φέτος τηλεοπτικά σας βλέπουμε στο «Ναυάγιο» στον ρόλο της Μαρίας Παπαδάκη, μιας γυναίκας που κουβαλά ένα μεγάλο οικογενειακό μυστικό. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτή.

Είναι μια γυναίκα που μπορώ να την αναγνωρίσω σε σχέση με γυναίκες που έχω δει μέσα στα χρόνια στην επαρχία, ακόμα και στο κοντινό μου περιβάλλον. Είναι μια μητριαρχική μορφή, μια γυναίκα που κρατάει τα ηνία του σπιτιού. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της που πολλές γυναίκες έχουν και τώρα, αλλά είχαν ειδικά στο παρελθόν στην Ελλάδα, είναι αυτό το κομμάτι του μυστικού, αυτά τα οικογενειακά μυστικά που βαραίνουν πολλούς ανθρώπους. Αυτή η γυναίκα λοιπόν έχει ένα πολύ δυνατό εξωτερικό περίβλημα, αλλά μέσα της υπάρχει κάτι που τρέμει. Είναι ένα μυστικό που μόνη της δημιούργησε και κρατάει και μάλιστα αυτές τις μέρες θα έχουμε τα γυρίσματα όπου σιγά σιγά το μυστικό αρχίζει να αποκαλύπτεται και θα οδηγηθεί σε κάποια ακραία πράξη.

Βιώνει και το τραύμα του ναυαγίου μέσα σε όλο αυτό με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι το βιώνουν άλλα πρόσωπα γιατί το δικό της παιδί επέζησε. Βέβαια είναι ένα τραύμα στο οποίο η ίδια επανέρχεται, είναι σαν μια τεκτονική πλάκα που κουνιέται μέσα στην ησυχία.

Σε λίγο καιρό θα ολοκληρωθεί η ιστορία. Θα επέλθει η λύτρωση; Τι θα θέλατε γι’ αυτή την ηρωίδα; 

Πιστεύω ότι αυτή η γυναίκα επειδή είχε πάντα σαν πυρήνα την οικογένεια και τα παιδιά, στο τέλος θα βάλει πάνω απ’ όλα τα παιδιά της, αυτό πιστεύω ότι είναι το κέντρο της και πραγματικά αυτό θα ήθελα και εγώ. Θα έρθει η αποκάλυψη της αλήθειας, τώρα θα δείξει με ποιο τρόπο θα το δούμε. Ελπίζω η αγάπη των μελών της οικογένειας μεταξύ τους να υπερισχύσει και να υπάρχει κατανόηση. Μακάρι να μπορέσει να κλείσει την πορεία της με κάτι φωτεινό.

 

 

Θεατρικά θα βρίσκεστε στην παράσταση «50 χρόνια, μια νύχτα» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Τι θα μας παρουσιάσετε εκεί;

Τώρα κάνουμε κάποιες πρώτες αναγνώσεις. Είναι η παράσταση του Μάνου Καρατζογιάννη για το Φεστιβάλ Αθηνών που θα παρουσιαστεί στην Πειραιώς 260 και είναι αφιερωμένη στα 50 χρόνια που έχουν περάσει από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι μια ευκαιρία να γίνει μια σύγχρονη ανάγνωση πάνω σ’ αυτά τα γεγονότα, να μπουν ερωτηματικά, να ακουστούν από ηθοποιούς μαρτυρίες ανθρώπων που βρέθηκαν εκείνη τη νύχτα είτε μέσα είτε έξω από το Πολυτεχνείο.

Παράλληλα έχω αρχίσει συναντήσεις για μια παράσταση που θα σκηνοθετήσω τη νέα σεζόν στο θέατρο Σταθμός και προγραμματίζεται για αρχές Νοεμβρίου. Ο Μάνος Καρατζογιάννης μου πρόσφερε αυτή την ευκαιρία να σκηνοθετήσω εκεί. Θα δουλέψουμε σε έναν μονόλογο του Θοδωρή Γκόνη όπου θα παίζει η Μυρτώ Αλικάκη και θα τη συνοδεύουν επί σκηνής δύο νέα κορίτσια, μαθήτριές μου, η Αιμιλία Παπαχριστόπουλου και η Νικόλ Κοροντζή. Νιώθω πολύ ωραία που θα το δοκιμάσω και θέλω να είμαι καλά προετοιμασμένη.

Η σκηνοθεσία ήταν κάτι που σας κινούσε πάντα το ενδιαφέρον;

Δεν μπορώ να πω πως είχα κάποια έντονη επιθυμία ή φιλοδοξία για κάτι τέτοιο. Ωστόσο σε όλες τις παραστάσεις στις οποίες συμμετείχα είχα ένα διπλό βλέμμα και από μέσα και απ’ έξω. Επίσης είχε τύχει πολλές φορές να βοηθήσω φίλους σε σκηνοθεσίες, εμπλεκόμενη και στη δραματική σχολή με τα μαθήματα που κάνω, είχα αρκετά χρόνια αυτή τη θέση «από κάτω» που λέμε με τον ρόλο του «δασκάλου» βέβαια, που είναι ένας δρόμος αμφίδρομος, όπου και εμείς μαθαίνουμε πολλά από τα παιδιά. Βρισκόμενη εκεί λοιπόν, αισθάνθηκα ότι είχα μια ερωτική σχέση με αυτήν την από κάτω θέαση, αισθανόμουνα καλά και εκεί, οπότε περνούσε από το μυαλό μου να το δοκιμάσω κάποια στιγμή, χωρίς καθόλου άγχος όμως. Στη συγκεκριμένη στιγμή έγινε πολύ μαλακά από μόνο του και χωρίς πίεση, γι’ αυτό και το εμπιστεύτηκα. Ήταν και η συνάντηση με τον Θοδωρή Γκόνη, τη Μυρτώ και τον Μάνο, που όλα μαζί κάπως δέσανε. Από εκεί και πέρα θα δούμε, ο καθένας έχει το δικαίωμα της αποτυχίας. Έχω μια καλή αίσθηση όμως για αυτή τη συνάντηση.

Πιστεύετε ότι υπάρχει στην πραγματικότητα αυτή η αποτυχία;

Το λέω πιο πολύ σε σχέση με τα ζητούμενα που βάζει ο καθένας για τον ίδιο του τον εαυτό, για την ομάδα, δηλαδή αν θα μπορέσουν να γίνουν τα πράγματα έτσι όπως τα είχαμε όλοι μαζί στοχεύσει. Και ύστερα, όταν συνεργάζεσαι με ένα θέατρο που με κάποιο τρόπο σου έχει αναθέσει κάτι, εκεί η έννοια της επιτυχίας ή της αποτυχίας έχει να κάνει με το πώς αυτό θα ακουμπήσει στο κοινό του συγκεκριμένου θεάτρου, πώς θα αγκαλιάσει την παράσταση. Πέρα από αυτά που έχουν έναν πρακτικό χαρακτήρα, το τι είναι αποτυχία ή επιτυχία νομίζω είναι κάτι που δοκιμάζεται μέσα στα χρόνια. Το λέω με την έννοια ότι σαν θεατής παρακολουθώντας τη δουλειά καλλιτεχνών πολλές φορές ακούω που λένε «δεν τα κατάφερε», «δεν ήταν καλό» κτλ, αλλά σε έναν σκηνοθέτη και μιλάω βέβαια για όλους αυτούς που είναι έμπειροι και έχουν δουλέψει χρόνια, μπορεί μια παράσταση να μην του βγει και αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι. Στη διάρκεια μιας ερευνητικής διαδικασίας, όταν κάποιος ψάχνει ειλικρινά και πραγματικά, έχει δικαίωμα και σε αυτό, κάτι να μην ολοκληρωθεί με την πρώτη φορά και είναι θέμα και του κοινού, πώς αυτό θα το καταλάβει και θα το αγκαλιάσει ή θα το κρίνει με έναν πιο αυστηρό τρόπο.

Για αυτή την παράσταση εμείς ονειρευόμαστε κάτι το οποίο θα έχει μια διάσταση σχεδόν ονειρική, λίγο μαγική ας πούμε. Το αν αυτό θα μπορέσει να συμβεί ή όχι έχει σχέση και με μας, με το κοινό που θα συναντήσεις και πολλές φορές με τους χρόνους που γίνονται τα πράγματα. Δυστυχώς πολλοί ηθοποιοί σήμερα είμαστε πιεσμένοι σε σχέση με αυτό, δηλαδή και πριν την πανδημία αλλά και μετά υπάρχει πίεση οικονομική και μαζί με τη στέρηση της εργασίας στην πανδημία, οι καλλιτέχνες ζουν στην ανασφάλεια, αναγκάζονται να κάνουν πολλές δουλειές ταυτόχρονα. Στην Ελλάδα είναι γνωστό φαινόμενο, καλούμαστε να είμαστε λίγο «ήρωες», να μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα ταυτόχρονα και όσο καλύτερα γίνεται.

 

 

Νιώθετε ότι είμαστε ακόμα στον απόηχο της πανδημίας;

Είμαστε ακόμα στον απόηχο και με τη θετική και με την αρνητική έννοια. Ήταν ένα τραύμα αυτό που συνέβη σε όλους μας, αλλά ιδιαίτερα για τους ηθοποιούς με τα κλειστά θέατρα για ένα τόσο μεγάλο διάστημα. Πολύ τραυματικά και λόγω ηλικίας κάποιοι αναρωτήθηκαν αν θα ξαναπαίξουν ποτέ. Για μένα αυτό ήταν κάτι στενάχωρο και χρήσιμο ταυτόχρονα. Έτσι αισθάνθηκα την ανάγκη να το μεταβολίσω, να το κάνω κάτι θετικό. Πολλές φορές που βρέθηκα στη σκηνή ένιωσα δυσκολία με τον ρόλο, με την κούραση κτλ και πάντα σκεφτόμουν αυτό, να παίξεις σαν να είναι η τελευταία φορά. Δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον ατομικά και συλλογικά, οπότε αυτή η αίσθηση ότι παίζεις για τελευταία φορά είναι κάτι που έχω βάλει σχεδόν σε οτιδήποτε κάνω και είναι σαν μια ένεση δύναμης που με βοηθάει.

Το απολαμβάνετε περισσότερο;

Η αλήθεια είναι πως ναι, γιατί σου ανανεώνει αυτή τη φρεσκάδα της δημιουργικής στιγμής και κάπως σαν να ξαναγίνεσαι πιο μικρός, σαν να ξεκινάς τώρα. Είναι ένα περίεργο αίσθημα και το νιώθω μερικές φορές όχι με την έννοια του να αποδείξεις κάτι, αλλά να έχεις την ίδια ορμή που είχες.

Η φιλοδοξία έχει θέση σε αυτό; Ήταν κομμάτι της διαδρομής σας;

Δεν υπήρχε αυτό το αίσθημα. Όταν ήμουν μικρή δεν είχα στο μυαλό μου καθόλου την έννοια της καριέρας καλώς ή κακώς. Μετά τη σχολή ήθελα να βρεθώ σε ομάδες στο εξωτερικό, π.χ Γκροτόφσκι, γι’ αυτό και όταν βρέθηκα με την ομάδα του Μιχαήλ Μαρμαρινού, αισθάνθηκα ότι ζω κάτι που έμοιαζε με αυτό που ονειρευόμουν. Για πάρα πολλά χρόνια είχα μια αθωότητα, η οποία ήταν και με την καλή και με την κακή έννοια και όταν λέω κακή, εννοώ ότι δεν είχα πολύ μεγάλη αντιληπτικότητα για το πώς λειτουργεί όλο αυτό το πεδίο, οπότε βάδιζα πάντα με την επιθυμία κυρίως να κάνω αυτή τη δουλειά την οποία αγαπούσα, να είμαι μέσα σε αυτό και να το εξερευνώ. Υπήρχε όμως και η ανάγκη της επιβίωσης.

Αν μπορώ να συγκρίνω με σήμερα, τουλάχιστον σε σχέση με τη δική μου εμπειρία και με το δικό μου τρόπο, το θέμα του χρόνου είναι μια μεγάλη διαφορά, δηλαδή αισθάνομαι ότι υπήρχε χρόνος για να ψάξεις, να μην κυνηγάς τόσο πολύ το αποτέλεσμα, κάτι που γινόταν και στον κινηματογράφο. Η τηλεόραση δεν το έχει αυτό. Παρόλα αυτά, όταν είσαι με καλούς συνεργάτες και στην τηλεόραση και υπάρχει ένα γερό σενάριο μπορείς να έχεις τις βάσεις να συμπυκνώσεις τα πράγματα και να βρεθείς εκεί που θέλεις να είσαι υποκριτικά.

 

 

Ανατρέχοντας στο ξεκίνημά σας ήρθατε αντιμέτωπη και με τη διαφωνία των γονιών σας στο να ακολουθήσετε την υποκριτική. Αυτό πως λειτούργησε στη διαδρομή σας;

Ναι, ο πατέρας μου κυρίως. Η μητέρα μου δεν είχε κάποια αρνητική θέση, αλλά ήμασταν από τις οικογένειες που ο πατέρας είχε ας πούμε τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Ήταν κάτι δύσκολο, γιατί αναγκάστηκα να φύγω από το σπίτι που μέναμε στη Θεσσαλονίκη και να διαχωρίσω κάπως τη θέση μου γιατί είχε τεθεί κάπως έτσι από τον πατέρα μου. Με τα χρόνια είναι σημαντικό να καταλαβαίνεις πώς είχαν μεγαλώσει και αυτοί οι άνθρωποι οπότε όσο ζούσε ο πατέρας μου είχαμε καταφέρει να βρούμε μια συγχώρεση μεταξύ μας. 

Τα πρώτα χρόνια όμως ήταν δύσκολα, γιατί ένας νέος άνθρωπος 20 χρονών που φεύγει σε μια πόλη μακριά από το σπίτι του και δεν αισθάνεται ότι έχει τη στήριξη, κυρίως την ψυχική, είναι λίγο χωρίς έδαφος. Αυτό το χωρίς έδαφος μου κόστισε για κάποια χρόνια. Χωρίς να το καταλαβαίνω πήρε δρόμους αυτοκαταστροφικούς, με την έννοια ότι άφησα το θέατρο για 2-3 χρόνια, ήμουν μπερδεμένη, μου δημιούργησε μια βαθιά αμφισβήτηση, μια ανασφάλεια, ένα θολό τοπίο, στο οποίο πήγαινα με κλειστά τα μάτια και τα χέρια μπροστά ψάχνοντας και με κάποια πισωγυρίσματα τελικά βρήκα τον δρόμο μου. Πιστεύω έπαιξε ρόλο και ότι σιγά σιγά ο πατέρας μου βλέποντας ότι είμαι πολύ αποφασισμένη σε σχέση με αυτό, το αποδέχτηκε.

Θυμάμαι μια πολύ συγκινητική στιγμή, όταν είχα πάρει το βραβείο για το «Σώσε με» του Στράτου Τζίτζη, ήμασταν στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης για την απονομή και ξαφνικά, όταν βγήκαμε, βλέπω μπροστά μου τη μητέρα μου και τον πατέρα μου με μια ανθοδέσμη να με περιμένουν. Ήταν πολύ συγκινητικό γιατί μου εξήγησε η μαμά μου ότι βλέπανε στην τηλεόραση την απονομή και όταν είδαν ότι είχα πάρει το βραβείο, τότε η μάνα μου του είπε ντύσου να πάμε εκεί, και εκείνος ανταποκρίθηκε. Είναι κάτι τέτοια που συμβαίνουν στη ζωή, που έχουν μια αξία και που βλέπεις ότι ο πατέρας σου ήταν ένα πληγωμένο παιδί κι αυτός. Γενικά το να μπορείς κάπως να ανοίγεις τον εαυτό σου και να κατανοείς τη θέση του άλλου, είναι χρήσιμο, γιατί νομίζουμε ότι είμαστε ανοιχτοί και ακούμε αλλά δεν ισχύει και πάρα πολύ, το έχω καταλάβει και για τον εαυτό μου. Να μπορέσεις να αφήσεις τον εαυτό σου να ακούσει, να πάει λίγο πίσω ο εγωισμός, ο οποίος είναι ένα όπλο για όλους μας, ένα στήριγμα να τον έχουμε, αλλά συχνά το παρακάνουμε και γίνεται παραμορφωτικός.

Πιστεύετε ότι η εποχή μας ευνοεί τέτοιου είδους ένστικτα;

Ναι, η εποχή το ποτίζει αυτό το άνθος. Πρέπει όμως να βρίσκουμε μία γωνιά μέσα μας και να πηγαίνουμε λίγο να ησυχάζουμε και να ποτίζουμε κάτι άλλο για να μεγαλώσει πέρα από αυτό, γιατί αυτό είναι και η αντίστασή μας και η αντίσταση όλης της κοινωνίας. Αυτή τη στιγμή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για παράδειγμα, είναι κατά κάποιο τρόπο το άντρο της ματαιοδοξίας μας και του εγωισμού μας. Οπότε, επειδή είμαστε εκεί κάθε μέρα με κάποιο τρόπο, πρέπει να βρίσκουμε και έναν άλλο χώρο, έναν άλλο τόπο, ο καθένας όπου νομίζει και μπορεί για να αποστραγγίζεται λίγο από αυτό το πράγμα.

Ποιο είναι το δικό σας καταφύγιο;

Σίγουρα ο τρόπος που λειτουργεί η δουλειά μας και η τέχνη μας είναι ένας τέτοιος τόπος. Εκεί μπορείς σίγουρα να γίνεις πολύ ματαιόδοξος, αλλά μπορείς να γίνεις και πολύ ταπεινός μπροστά σε κάτι. Ειδικά όταν έχεις να κάνεις με ανθρώπους που λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, όταν έχεις να κάνεις με μεγάλα κείμενα. Σίγουρα ψάχνω ώρες ησυχίας και σιωπής στο σπίτι, κάπως να κλείνουν όλα και να ησυχάζεις είτε με ένα βιβλίο είτε χωρίς τίποτα. Πηγαίνω και σε ένα εκκλησάκι όταν θα βρω την ευκαιρία.

 

 

Από το θέατρο τι σας λείπει σήμερα;

Σαν θεατής αυτό που μου λείπει αυτή τη στιγμή είναι μια απλότητα, δηλαδή μια γύμνια, μια απογύμνωση από τεχνικά, από εφέ, από «κόλπα», μια πιο κατά μέτωπον επαφή με το κείμενο και ο ένας με τον άλλο πάνω στη σκηνή. Έτσι όπως είναι δυνατό και αθώο ένα γυμνό σώμα απέναντι σε ένα άλλο, με μια καλή πρόθεση απέναντι σε αυτούς που βλέπουν, με μια αγάπη για το μοίρασμα, κάπως έτσι μπορώ να το περιγράψω.

Και όσο για μένα σαν ηθοποιό, θα έλεγα το ίδιο και με περισσότερο χρόνο για να μπορέσει να συμβεί αυτή η απλότητα με δύναμη και με επαφή ο ένας με τον άλλο πάνω στη σκηνή. Γιατί δεν είναι κάτι εύκολο αυτό, θέλει χρόνο για να συμβεί η εμπιστοσύνη και το άνοιγμα.

 

Info

Ναυάγιο – Νέο επεισόδιο Παρασκευή 10/5, 22.50 στο MEGA

«50 χρόνια, μια νύχτα» | 26 – 29 Ιουνίου, 21:00 – Πειραιώς 260

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.