«Τα μαθήματα της Μπλάγκα» του Στέφαν Κομαντάρεφ: Κανόνες και Διορθώσεις

Η ντροπή των θυμάτων

H Mπλάγκα είναι εβδομήντα χρονών, συνταξιούχος φιλόλογος, ζει στην πόλη Σούμεν της Βουλγαρίας, ο άντρας της έχει μόλις πεθάνει. Το σώμα του έχει καεί, η Μπλάγκα έχει τις στάχτες του σε ένα βαζάκι στο σαλόνι, αλλά τώρα κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για να εξασφαλίσει τάφο, τάφο που θα είναι κοινός και για τους δύο. Εκείνης για όταν έρθει η ώρα της, εκείνου τις στάχτες όμως θέλει οπωσδήποτε να τις έχει θάψει πριν περάσουν τα σαράντα του, γιατί μέχρι τα σαράντα η ψυχή κάνει βόλτες κάπου εδώ γύρω όπως πιστεύει.

Εκείνη πιστεύει, εκείνος δεν πίστευε ποτέ, ήταν άθεος, αν είχε κάποιον για Θεό ήταν ο Στάλιν, ζητά από τον εργολάβο να χαράξει στο μνήμα ένα κόκκινο αστέρι δίπλα απ’ το δικό του όνομα, στο δικό της όμως να βάλει κανονικά σταυρό. Ο εργολάβος της λέει ότι κόκκινο αστέρι και άλλα κομμουνιστικά σύμβολα απαγορεύεται από τον νόμο να βάλει, μπορεί όμως αν κινηθεί στα όρια του νόμου να βάλει ένα μαύρο αστέρι. Το οποίο όμως θα κοστίσει λίγο παραπάνω. Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ιδανική τοποθεσία για τάφο εδώ, φυσάει κι ένα ωραίο αεράκι, είναι τυχερή που τον βρήκε, της εξηγεί.  

Για να μπορέσει να τον εξασφαλίσει τον τάφο, η Μπλάγκα έχει πουλήσει ένα μικρό εξοχικό και τώρα όλες της οι οικονομίες, οι οικονομίες μιας ζωής, προορίζονται για τον συγκεκριμένο σκοπό, για την τελευταία κατοικία. Ο γιος της έχει πάει στις ΗΠΑ να βρει την τύχη του κάνοντας τον οδηγό, μια νέα γυναίκα από τη Μέση Ανατολή, μεγαλωμένη στους πολέμους, έχει έρθει στη Βουλγαρία να βρει τη δική της. Η γυναίκα κάνει με την Μπλάγκα ιδιαίτερα, γιατί προσπαθεί να πάρει την υπηκοότητα, να γίνει Βουλγάρα, να μπορεί να ταξιδεύει στο εξωτερικό νόμιμα, να φέρει εδώ τη μαμά της. Κι εδώ πόλεμος της λέει η Μπλάγκα γίνεται, μην νομίζεις, απλά άλλου είδους. Ωστόσο η γυναίκα νομίζει και καλώς νομίζει, γιατί αυτό ακριβώς είναι το νόημα της διαφοράς μεταξύ μεταφοράς και κυριολεξίας, η μεταφορά είναι πάντα μεταφορά, στους κυριολεκτικούς πολέμους πέφτουν κυριολεκτικές βόμβες και κάθε φορά που πέφτουν κινδυνεύεις κυριολεκτικά να πεθάνεις.

 

 

Μιλώντας για σχήματα λόγου, λέξεις, γραμματικές και συντακτικά, η Μπλάγκα αρέσκεται να διορθώνει διαρκώς όχι μόνο τη μαθήτριά της αλλά τους πάντες, όταν κάνουν λάθη στη σωστή χρήση της βουλγαρικής γλώσσας. Είναι δεύτερη φύση της η συνεχής διόρθωση και όπως φαίνεται τα λάθη στην καθομιλουμένη είναι συχνά. Κι αυτό είναι ίσως κάτι που την ίδια στιγμή που της δημιουργεί ενόχληση (μα πώς γίνεται να μην ξέρουν να μιλάνε σωστά;), της δίνει και μια αίσθηση ανωτερότητας αν όχι κι εξουσίας (εγώ που ξέρω να μιλάω σωστά, εγώ που ξέρω τους κανόνες με τους οποίους συντάσσεται η γλώσσα μας, σας επαναφέρω στην τάξη).

Η Μπλάγκα έκανε πάντα στη ζωή της το σωστό, βασικά υπάκουε πάντα στους κανόνες, ήταν πάντα με τη μεριά του νόμου και των κανόνων: τους γνώριζε, τους υπάκουε, τους δίδασκε, περίμενε να συμμορφωθούν και οι υπόλοιποι σε αυτούς. Έχοντας σύζυγο αστυνομικό και ούσα εκείνη καθηγήτρια, πρέπει να κοιτούσε πάντα όλους αφ’ υψηλού, από το ύψος των νομοταγών νοικοκύρηδων πολιτών, από το ύψος των κανόνων. 

Θα της συμβεί κάτι φουλ τραυματικό που θα τη συνταράξει και θα την αλλάξει, αλλά αξίζει να δούμε πρώτα τι είδους άνθρωπο άλλαξε. Τι είδους άνθρωπος ήταν πριν; Τι είδους άνθρωπος ήταν ως τότε; Γιατί ο γιος της της θυμώνει όχι μόνο για ένα δικό της μεγάλο λάθος, όχι μόνο για τις προτεραιοποιήσεις της (ήτοι, τον νεκρό πατέρα του που δεν θα του έκανε καμία διαφορά αν ήταν σε τεφροδόχο, έναντι του ίδιου και των εξόδων που έχει και της βοήθειας που θα μπορούσε να του δώσει με τις οικονομίες της), αλλά και για κάτι βαθύτερο; Ήταν πάντα -όπως της καταλογίζει- η «διανοούμενη»; Είναι δικό του το κόμπλεξ κατωτερότητας ή του το έχει μεταδώσει εκείνη, έχοντας εισπράξει διαχρονικά αποδοκιμασία, απογοήτευση και αποξένωση που δεν τα πήγε καλά στα γράμματα;

Κι όταν η Μπλάγκα πετυχαίνει στην πορεία έναν παλιό μαθητή της, στην ανάγκη του οποίου μάλιστα τώρα θα βρεθεί, δεν είναι μόνο ότι δεν τον θυμάται (ενώ δεν είναι δα και τόσα πολλά χρόνια που έχουν περάσει), δεν είναι μόνο ότι όπως της υπενθυμίζει ο ίδιος δεν τον θεωρούσε καλό μαθητή, είναι κι ότι του είχε πει πως δεν θα καταφέρει τίποτα στη ζωή του. Φράσεις που μένουν, φράσεις που ακόμα κι αν υποτεθεί ότι λέγονται σε ένα πνεύμα προειδοποίησης, παρακίνησης και νουθεσίας, φράσεις που ακόμα κι αν υποτεθεί ότι μπορεί όντως και να λειτούργησαν ως κινητήρια δύναμη διάψευσής τους, δεν παύουν να είναι αφόρητα σκληρές.

Κι όταν η Μπλάγκα πέφτει θύμα τηλεφωνικής απάτης, όταν, σύμφωνοι, την παγιδεύουν οι επιτήδειοι, αλλά, εξίσου σύμφωνοι, φέρεται και η ίδια βλακωδώς, προσπαθείς να καταλάβεις ποιο είναι το μεγαλύτερο κακό που τη βρήκε: ότι έχασε μεμιάς τις οικονομίες μιας ζωής ή ότι ταυτόχρονα νιώθει και τεράστια ντροπή, νιώθει ένοχη και η ίδια, δεν μπορεί να συγχωρήσει στον εαυτό της το πώς παγιδεύτηκε; Κι εδώ έχουμε ίσως ένα έξτρα έννομο αγαθό που πλήττεται στις περιπτώσεις της απάτης. Αν σε κλέψουν, αν σε ληστέψουν, την περιουσία σου την έχουν αφαιρέσει ενεργητικά άλλοι. Στην απάτη, παραπλανιέσαι, πείθεσαι και την ενέργεια την κάνεις ο ίδιος, με αποτέλεσμα ότι μετά δεν έχεις να υποστείς μόνο τις πρακτικές της συνέπειες, αλλά έχεις να τα βάλεις και με τον εαυτό σου που πιάστηκε θύμα. 

 

 

Και δίπλα στην εντελώς εκτός νόμου απάτη, δίπλα στο ποινικό δίκαιο, έρχεται και ο νόμος, ο νόμος της αγοράς όπως της λέει και της ξαναλέει ο απατεωνίσκος, το ημιλαμόγιο, ο υπεύθυνος που της είχε υποσχεθεί τον τάφο. Τον τάφο θα τον πάρει όποιος του δώσει πιο γρήγορα τα λεφτά, της εξηγεί. Πολύ πρόσφατα είδαμε στο ρουμάνικο «Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου» ξανά έναν τάφο να γίνεται μήλο της έριδος, ο συνδυασμός καπιταλισμός σε πρώην κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού και Βαλκάνια δίνει μια χροιά φαρ ουέστ στο τελευταίο κομμάτι γης που μπορείς να έχεις. Κι αν προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί για την Μπλάγκα ο τάφος και το μνήμα είναι τόσο σημαντικά, είναι ίσως επειδή για εκείνην αποτελεί μια τελική καταξίωση, ένα ήμασταν, εδώ με τον άντρα μου, ζήσαμε εδώ και τα κάναμε όλα σωστά, δικαιούμαστε μνήματα, δικαιούμαστε μια θέση κάτω από τη γη που ζήσαμε, δικαιούμαστε να φαίνονται τα ονόματά μας, δικαιούμαστε κάτι περισσότερο απ΄ το να είμαστε στάχτες σε ένα κουτί. 

Ο δρόμος της Μπλάγκα μετά την εις βάρος της απάτη θα είναι μη αναμενόμενος. Μολονότι η ταινία του Στέφαν Κομαντάρεφ μοιάζει να πατάει με σιγουριά πάνω στο σενάριό της, μολονότι πρόκειται για ένα κατά τα άλλα δουλεμένο σενάριο, μολονότι η εξέλιξη της ηρωίδας του είναι εκτός από μη αναμενόμενη και ιδιαίτερα γόνιμη, δημιουργώντας διάφορες και αντικρουόμενες σκέψεις και συναισθήματα στον θεατή, που παρακολουθεί αντιδράσεις που τον ξενίζουν, γνώμη μου είναι ότι ταυτόχρονα όλα αυτά μπορούν και γίνονται ακριβώς επειδή το σενάριο «κλέβει», δημιουργώντας μια αλυσίδα αν όχι μη αληθοφανών, πάντως όχι ιδιαίτερα πιθανών και τραβηγμένων από τα μαλλιά εξελίξεων. 

 

 

Και αυτές οι ευκολίες αφαιρούν κάτι από τη στιβαρότητα των «Μαθημάτων της Μπλάγκα», χωρίς ωστόσο να θεωρώ ότι φτάνουν μέχρι το σημείο να καθιστούν λιγότερο αληθινή την ίδια την κεντρική ηρωίδα. Δεν θα μάθουμε ποτέ πώς θα συμπεριφερόταν αν δεν είχαν συμβεί όλες οι συγκεκριμένες τραβηγμένες εξελίξεις, πάντως έστω κι έτσι, έστω και με την καταλυτική βοήθειά τους, σχηματίζεται μπροστά στα μάτια του θεατή ένα ασυνήθιστο και ξεβολευτικό πορτρέτο, το οποίο υπηρετεί και αναδεικνύει με το παραπάνω η Έλι Σκόρτσεφα, σε μια ερμηνεία που εκπέμπει μεγάλη εσωτερική δύναμη, με το βλέμμα της και τη συνολική ανέκφραστη εκφραστικότητα του προσώπου της.  

Στην κορυφή του Σούμεν είναι χτισμένο το μεγαλύτερο μνημείο των Βαλκανίων, ένα μνημείο για τα 1.300 χρόνια της Βουλγαρίας. Χτίστηκε το 1981 και στα δικά μου τουλάχιστον μάτια μοιάζει εκτός από το μεγαλύτερο και το ασχημότερο – και όχι μόνο των Βαλκανίων. Δίπλα σε ένα κτίριο αισθητικής ενός άλλου καθεστώτος που έφυγε, η Μπλάγκα που πρόλαβε να ζήσει τη μισή ζωή της στο ένα καθεστώς με τους δικούς του νόμους και την υπόλοιπη μισή στο άλλο με τους νόμους της αγοράς, ξέρει ότι τα 35 χρόνια του ενός ή του άλλου καθεστώτος είναι τίποτα μπροστά στα 1.300 χρόνια της Βουλγαρίας, που κι αυτή βέβαια ως κράτος-έθνος αριθμεί πάρα πολύ λιγότερα. Ξέρει ότι θα υπάρχει πάντα και σε κάθε καθεστώς η πλευρά των ανθρώπων που ζουν σύμφωνα με τους κανόνες κι εκείνη που ζει παρακάμπτοντας ή παραβιάζοντάς τους. Ξέρει πως όταν βλέπεις τους κανόνες να μην σου παρέχουν την ασφάλεια που σου παρείχαν ως τώρα, πρέπει να αποφασίσεις τι ήταν αυτό που σε είχε κερδίσει εξαρχής επάνω τους: το δίκαιο που αντιπροσώπευαν ή η δύναμη που μπορούσαν να επιβάλουν;

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.