Οργισμένος αμφισβητίας των σκηνικών συμβάσεων, ο Ούγγρος σκηνοθέτης Άρπαντ Σίλλινγκ (γενν. 1974) επιστρέφει στην Αθήνα στο Transitions Central Europe με την παράσταση « The Day of Fury» (Η μέρα της οργής) εμπνευσμένη από ένα αληθινό γεγονός: τον πρωτόγνωρα ειλικρινή δημόσιο λόγο μιας νοσηλεύτριας, στις αρχές του 2015.
Η γυναίκα αυτή μίλησε για τον υγειονομικό μεσαίωνα της Ουγγαρίας. Αμέσως μετά παραιτήθηκε, ντύθηκε στα μαύρα και κάλεσε τους συναδέλφους της να βγουν στους δρόμους, διαδηλώνοντας για τις αντιεπαγγελματικές και απάνθρωπες συνθήκες στα νοσοκομεία της χώρας τους. Η προσωπικότητά της ενέπνευσε στον Σίλλινγκ μια ιλαροτραγωδία μετ‘ ασμάτων, για τους απανταχού περιθωριοποιημένους της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.
Έχουν περάσει οχτώ χρόνια από την προηγούμενη εμφάνιση στην Ελλάδα του θιάσου Krétakör. Ήταν το 2007, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, με την παράσταση του Γλάρου του Τσέχωφ, ύμνο στην ωμή ομορφιά και τη «γυμνή» αλήθεια. Έκτοτε, όμως, ο Σίλλινγκ αποχαιρέτησε το θέατρο ρεπερτορίου, για να στραφεί σε ένα θέατρο της πολιτικής και της κοινωνικής ευθύνης, στη μεθόριο μυθοπλασίας και πραγματικότητας, αφιερωμένο στους δραπέτες των κυρίαρχων συστημάτων και ταγμένο στη ριζοσπαστική κριτική των απολυταρχικών πρακτικών της ουγγρικής κυβέρνησης.
Μια τέτοια παράσταση είναι Η μέρα της οργής, με τον υπότιτλο «Μουσικές διδαχές μετά καθάρσεως», που παρουσιάζεται σε παγκόσμια πρεμιέρα και σε συμπαραγωγή της Στέγης με το πρωτοποριακό θέατρο της Βουδαπέστης Trafo και το θίασο Krétakör.
«Αν ο βασικός όρος της ελεύθερης αγοράς είναι πως ο καθένας μάχεται για τον εαυτό του, τότε ποιος προστατεύει τα θύματα αυτής της μάχης;» αναρωτιέται ο Σίλλινγκ και, με τη δουλειά του, προασπίζεται ένα νέο ανθρωπισμό και ένα νέο θέατρο, παιγνιώδες αλλά και παιδαγωγικό, σύμφωνο με τα διδάγματα του Bertolt Brecht, από τον οποίο, εξάλλου, εμπνεύστηκε το όνομα του θιάσου του.
Σκηνοθετικό σημείωμα
«Είμαι γεμάτος απελπισία βλέποντας τον αυξανόμενο αριθμό όλων αυτών που φυτοζωούν στη μιζέρια. Η πολιτική συνειδητοποίηση ξυπνάει σε όλη την έκταση της Ευρώπης επί ματαίω διότι οι άνθρωποι καταρρέουν σαν λυμένα δεμάτια χωρίς τους κρατικούς θεσμούς. Παρότι το ελεύθερο εμπόριο μπορεί να εγγυηθεί τη δημοκρατία, η ίδια η δημοκρατία δεν μπορεί να προστατεύσει όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν στέγη ή τροφή ή δεν έχουν ένα υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο. Είτε πρόκειται για πρόσφυγα είτε για άνεργο, η ζωή του αδύναμου ανθρώπου είναι σφαλερή, ευάλωτη και αβίωτη. Κι ενώ θα μπορούσαμε να επαναλαμβάνουμε στωικά το ρητό ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του, ο ανταγωνισμός ευνοεί μόνο τους ισχυρούς, όσους ζουν με ασφάλεια ή κατέχουν μια ειδική γνώση. Εάν το κράτος δεν προστατεύει αυτούς που συντρίβονται από τον ανταγωνισμό ή δεν στέκεται πίσω από τους ευάλωτους, τότε γιατί υπάρχει;
Η παράστασή μας παρουσιάζει τη ζωή μιας 40χρονης γυναίκας. Η γυναίκα αυτή, που εργάζεται σε μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών, μεγαλώνει μόνη της τη 17χρονη κόρη της, ενώ παράλληλα φροντίζει την 72χρονη μητέρα της. Λόγω αναδιοργάνωσης, που είναι κοινός τόπος πλέον στην Ανατολική Ευρώπη, η μονάδα της καταργείται. Επειδή η ίδια ήταν από τους διοργανωτές της διαδήλωσης των εργαζομένων στον τομέα της υγείας, δεν είναι ευπρόσδεκτη σε καμία δουλειά. Στο τέλος, βρίσκει δουλειά ως επιστάτρια πέφτοντας στον πάτο της κοινωνίας, σταδιακά χάνει τα πάντα, η μητέρα της τυφλώνεται και η κόρη της τους εγκαταλείπει.
Τι είναι αυτή η ζωή; Τι χαρές μπορεί να δώσει μια τόσο αργή αποσύνθεση; Υπάρχει διέξοδος και, αν όχι, γιατί συνεχίζουμε να ζούμε;
Δεν είναι ο κόσμος απάνθρωπος, καθώς ο καθένας έχει μια εξήγηση γι’ αυτά που σκέφτεται και πράττει· κανείς δεν έχει στόχο της ζωής του να εξοντώσει τους άλλους. Κι όμως, αν ξεθεμελιώσουμε τα πάντα, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μηδέν».
Árpád Schilling